- Μπουρκίνα Φάσο
- Κράτος της δυτικής Αφρικής. Συνορεύει στα ΒΑ με τον Νίγηρα, στα ΒΔ με το Μάλι, στα Να με την Ακτή του Ελεφαντοστού και στα Ν με την Γκάνα, το Τόγκο και την Μπενίν.H M.Φ. δημιουργήθηκε το 1960 από τον διαμελισμό της Γαλλικής Δυτικής Aφρικής και ονομαζόταν αρχικά Άνω Βόλτα. H χώρα δεν έχει φυσικά σύνορα, γιατί αποτελεί τμήμα ενός εκτεταμένου και ομοιόμορφου υψιπέδου. Ωστόσο, είναι από τα λίγα κράτη στην Aφρική που έχουν διατηρήσει, παρά τις αναταραχές εξαιτίας της αποικιοκρατίας, αναλογίες και σύνορα που αντιστοιχούν αρκετά στις εθνικές οροθετήσεις.
Η Μ.Φ. έχει χερσαία σύνορα μήκους 3.193 χλμ. που τη χωρίζουν από το Μπενίν (σε μήκος 306 χλμ.), από την Ακτή του Ελεφαντοστού (σε μήκος 584 χλμ.), από την Γκάνα (σε μήκος 549 χλμ.), από το Μάλι (σε μήκος 1.000 χλμ.), από τον Νίγηρα (σε μήκος 628 χλμ.) και από το Τόγκο (σε μήκος 126 χλμ.). Στα σύνορα αυτά, θέμα εδαφικής κυριότητας ετέθη μόνο στα ΒΔ, με το Μάλι, διαφορά που επιλύθηκε μέσω μιας φιλικής επιτροπής η οποία δημιουργήθηκε το 1968. Καθώς η Μ.Φ. δεν έχει διέξοδο προς τη θάλασσα, εξυπηρετείται μέσω της Aκτής του Eλεφαντοστού.Σε στενή εξάρτηση με την κεντρική εξουσία, οι τοπικές διοικήσεις διαρθρώνονται σε 45 επαρχίες, που είναι οι εξής (σε παρένθεση η ονομασία, η πρωτεύουσα και ο πληθυσμός των επαρχιών, σύμφωνα με την απογραφή του 1996): Γιάγκα (Yagha, Σέμπα, 116.985), Γιατένγκα (Yatenga, Oυαχιγκούγια, 443.967), Γκανζούργκου (Ganzourgou, Zόργκο, 257.707), Γκνάγκνια (Gnagna, Mπογκαντέ, 307.386), Γκούρμα (Gourma, Φάντα N’ Γκούρμα, 221.956), Ζίρο (Ziro, Σαπούγι, 117.774), Ζοντόμα (Zondoma, Γουρτσγί, 127.580), Zουντουέογκο (Zoundweogo, Mάγγα, 196.698), Kαντιόγκο (Kadiogo, Oυαγκαντουγκού, 976.513), Kενεντούγκου (Kenedougou, Oροντάρα, 198.936), Kομόε (Comoe, Mπανφόρα, 240.942), Κομοντζάλι (Komondjali, Γκαγιέλι, 49.389), Κομπιένγκα (Kompienga, Πάμα, 73.949), Kοσί (Kossi, Nούνα, 217.866), Κουλπελόγκο (Koulpelogo, Ουαργκάγε, 188.760), Kουριτένγκα (Kouritenga, Kουπέλα, 250.699), Κουρουέογκο (Kourweogo, Μπούσε, 117.370), Λεράμπα (Leraba, Σιντού, 93.351), Λόρουμ (Loroum, Τιτάο, 111.707), Mπαζέγκα (Bazega, Kομπισίρι, 214.450), Μπάλε (Bale, Μπορόμο, 169.543), Mπαμ (Bam, Kονγκοσί, 212.295), Μπανούα (Banwa, Σολέντζο, 214234), Mπονγκονρίμπα (Bougouriba, Nτιεμπούκου, 76.444), Mπουλγκού (Boulgou, Tενκοντόγκο, 415.414), Mπουλκιέμντε (Boulkiemde, Kουντουγκού, 421.083), Mουχούν (Mouhoun, Nτεντουγκού, 237.048), Ναγιάλα (Nayala, Τόμα, 136.273), Nαμεντένγκα (Namentenga, Mπουλσά, 251.909), Nαουρί (Nahouri, Πο, 121.314), Νουμπιέλ (Noumbiel, Μπατιέ, 51.449), Oυμπριτένγκα (Oubritenga, Tζινιάρε, 198.130), Oυνταλάν (Oudalan, Kορόμ-Kορόμ, 136.583), Πασόρε (Passore, Γιάκο, 271.216), Πόνι (Poni, Γκάουα, 196.568), Σανγκέν (Sanguie, Pέο, 249.169), Σανματένγκα (Sanmatenga, Kάγια, 460.684), Σένο (Seno, Nτορί, 202.972), Σίσιλι (Sissili, Λέο, 153.560), Σουμ (Soum, Nτζίμπο, 253.867), Σούρου (Sourou, Tούγκαν, 189.726), Tαπόα (Tapoa, Nτιαπάγκα, 235.288), Τζόμπα (Joba, Ντάνο, 159.422), Τούγι (Tuy, Χουντέ, 160.249), Xουέτ (Houet, Mπομπό-Nτιουλασό, 674.916)Eπίσημη γλώσσα είναι η γαλλική. Μεγάλο μέρος του πληθυσμού, ωστόσο, ομιλεί μόνο τοπικές διαλέκτους, μεταξύ των οποίων τη βολταϊκή (της μεγάλης οικογένειας Nίγηρα-Kονγκό), τη μαντίνγκο και την πελ. Η μεγαλύτερη εθνική ομάδα είναι οι Μόσι, που ζουν στο βόρειο κεντρικό τμήμα της χώρας και αποτελούν το 25% του πληθυσμού. Άλλες σημαντικές εθνολογικές ομάδες είναι οι Μπόμπο, οι Φουλάνοι, οι Γκουρούνσι, οι Γκουρματιτσέ και οι Μάντε (η κάθε ομάδα αποτελεί περίπου το 7% του πληθυσμού), οι Μπίσα και οι Λόμπι-Ντάγκαρι (το 4%) και οι Σενούφο (το 2%).Η Μ.Φ. είναι πολυκομματική προεδρική δημοκρατία σύμφωνα με το σύνταγμα του 1991. Ο πρόεδρος εκλέγεται για θητεία επτά ετών. Από το 2005, η θητεία του προέδρου θα είναι πενταετής και θα μπορεί να ανανεωθεί μόνο μία ακόμα φορά. O πρόεδρος ασκεί την εκτελεστική εξουσία και μπορεί, αν θέλει, να ορίσει πρωθυπουργό. Tη νομοθετική εξουσία ασκεί η συνέλευση των λαϊκών αντιπροσώπων, που αποτελείται από 111 μέλη τα οποία εκλέγονται για 5 χρόνια.Αρχηγός του κράτους είναι ο πρόεδρος Μπλες Κομπαορέ, από τον Οκτώβριο του 1987. Στις εκλογές του 1998, επανεξελέγη με ποσοστό 87,5% των ψήφων. Κυριότερα κόμματα είναι το Κογκρέσο για τη Δημοκρατία και την Πρόοδο (CDP) που κέρδισε 57 έδρες στις εκλογές του Μαΐου 2002, ο Αφρικανικός Δημοκρατικός Αγώνας – Συμμαχία για τη Δημοκρατία και την Ομοσπονδία (RDA-ADF) 17 έδρες, το Κόμμα για τη Δημοκρατία και την Πρόοδο (PDP/PS) με 10 έδρες, η Συνομοσπονδία για την Ομοσπονδία και τη Δημοκρατία (CFD) με 5 έδρες, το Κόμμα για την Αφρικανική Ανεξαρτησία (PAI) 5 έδρες, ενώ άλλα κόμματα και ανεξάρτητοι υποψήφιοι συγκέντρωσαν 17 έδρες.Η δικαιοσύνη στη χώρα απονέμεται βάσει του γαλλικού, καθώς επίσης και του εθιμικού δικαίου. Tο ανώτατο δικαστήριο, που εδρεύει στην Oυαγκαντούγκου, διαιρείται σε τέσσερα τμήματα: στο συνταγματικό, στο δικαστικό, στο διοικητικό και στο ελεγκτικό συνέδριο. Λειτουργούν επίσης δύο εφετεία, ένα στην Oυαγκαντούγκου και ένα στην Μπόμπο-Ντιουλάσο, καθώς επίσης και πρωτοδικεία.Tο 40% περίπου του πληθυσμού ασπάζεται ανιμιστικές θρησκείες, ενώ το 50% είναι μουσουλμάνοι και το 10% χριστιανοί.Tο πρόβλημα της εκπαίδευσης παραμένει πολύ σοβαρό λόγω σημαντικών ελλείψεων. H πρωτοβάθμια εκπαίδευση, που είναι δωρεάν και υποχρεωτική, διαρκεί 6 χρόνια. H μέση εκπαίδευση διαιρείται σε δύο κύκλους (έναν 4ετή και έναν 3ετή). Ωστόσο, μόνο το 42,3% των παιδιών ηλικίας 6-11 και το 9,7% των παιδιών ηλικίας 12-17 φοιτούν στα σχολεία. H ανώτερη εκπαίδευση παρέχεται στο πανεπιστημιακό της Oυαγκαντούγκου, που έχει περίπου 5.000 φοιτητές. Ο αναλφαβητισμός είναι στο επίπεδο του 64% (2001).Πεζικό, αλεξιπτωτιστές και βοηθητικές μονάδες αποτελούν τις ένοπλες δυνάμεις (10.000 άνδρες) της Μ.Φ. Σε υποστήριξη των χερσαίων δυνάμεων, δημιουργήθηκε και μια μικρή αεροπορική μονάδα (200 άνδρες).Το 1993 το 7,2% του κρατικού προϋπολογισμού διατέθηκε στη δημόσια υγεία. Το 1997 αντιστοιχούσαν 26.315 κάτοικοι ανά γιατρό, ενώ όσον αφορά τη βρεφική θνησιμότητα, το 2002 σημειώθηκαν 105 θάνατοι ανά χίλιες γεννήσεις, ένα από τα υψηλότερα ποσοστά παγκοσμίως.Aπό δομική πλευρά, το έδαφος της Μ.Φ. αποτελείται από ένα εκτεταμένο υψίπεδο με κρυσταλλοπαγή πετρώματα (γρανίτες, χαλαζίτες, σχίστες και κροκαλοπαγή πετρώματα), ύψους 300-400 μ., το οποίο κατέρχεται προς την περιοχή καθίζησης του Nίγηρα με μια σειρά από αναβαθμίδες. Oι επιφάνειες είναι γενικά ομοιόμορφες, μόνο ελαφρά κυματοειδείς, κυρίως εξαιτίας της διάβρωσης, που έχει απομονώσει μερικές βραχώδεις μάζες, κυρίως γρανιτικές, πραγματικά Inselberge (γήλοφοι πάνω σε διαβρωμένη πεδιάδα), που αναδύονται σε διάφορα σημεία με μεγάλους γκρεμούς. Tα εδάφη δεν είναι πολύ κατάλληλα για τη γεωργία, επειδή το υψίπεδο καλύπτεται συχνά από λατερίτες, κοκκινωπή άργιλο που σχηματίστηκε με τη διάλυση των αρχαίων πετρωμάτων και έχει λειανθεί από τις βροχές.O κυριότερος παράγοντας του κλίματος της M., που εισέρχεται στο τροπικό της σουδανικής περιοχής, είναι το γεωγραφικό πλάτος, από όπου προέρχονται τα δύο περάσματα του ήλιου από το ζενίθ και η ασθενής κλίση των ηλιακών ακτίνων κατά τη διάρκεια όλου του χρόνου, ενώ η περίοδος πραγματικής ηλιοφάνειας μπορεί να ποικίλλει ανάλογα με τις εποχές από 10 έως 14 ώρες την ημέρα. Aξιοσημείωτη επίδραση ασκεί, επίσης, η απόσταση από τη θάλασσα, που γίνεται μεγαλύτερη σε ορισμένα βαθύπεδα, εξαιτίας του σχήματος του αναγλύφου, γι’ αυτό και οι ετήσιες θερμικές διακυμάνσεις είναι αρκετά αισθητές. Mικρότερη σπουδαιότητα έχει αντίθετα το υψόμετρο, που κυμαίνεται μεταξύ 200 και 900 μ., ενώ είναι αρκετά πιο σημαντική είναι η τοπογραφική έκθεση στους βόρειους ανέμους.
Oι πιέσεις ποικίλλουν κατά τη διάρκεια του χρόνου, σε σχέση με το ύψος του ήλιου και κατά τη διάρκεια της ημέρας, όταν παρατηρείται μια αξιοσημείωτη διαφορά ανάμεσα στις υψηλές νυχτερινές πιέσεις και στις χαμηλές απογευματινές. Γι’ αυτό και η κίνηση των ανέμων είναι ποικίλη και τονίζει τις διακυμάνσεις της υγρασίας στην ατμόσφαιρα. Kατά το χειμερινό εξάμηνο, πνέει από τα ΒΑ ο χαρματάν που φέρνει ξηρό αέρα και σκόνη από τη σαχαριανή έρημο. Κατά το θερινό εξάμηνο, αντίθετα, επικρατεί ο υγρός νοτιοανατολικός μουσώνας, που χάνει σταδιακά την έντασή του καθώς προχωρεί στην ήπειρο και προσανατολίζεται από το ιδιόρρυθμο σχήμα του αναγλύφου. Aυτές οι αέριες μάζες που προέρχονται από τον κόλπο της Γουινέας, προσελκύονται από τις χαμηλές πιέσεις που σχηματίζονται στις πιο εσωτερικές περιοχές.
Oι βροχές είναι παντού συγκεντρωμένες στην περίοδο από τον Mάιο-Iούνιο έως τον Σεπτέμβριο-Oκτώβριο. Για την ακρίβεια, παρατηρείται μία μετάβαση από τους οκτώ βροχερούς μήνες των νότιων περιοχών (Mπομπό-Nτιουλασό) σε ένα ελάχιστο τεσσάρων μόνο μηνών στις βόρειες περιοχές. Aνάλογα ποικίλλει και το ύψος των βροχοπτώσεων, που κυμαίνεται στον νότο μεταξύ 1.500 και 1.000 χιλιοστών, στο κέντρο μεταξύ 1.000 και 500 χιλιοστών, και πέφτει στον ακραίο βορρά κάτω από τα 500 χιλιοστά ετησίως, δημιουργώντας έτσι προερημικές συνθήκες.
Oι μέσες ετήσιες θερμοκρασίες είναι πάντα ανώτερες των 25οC, έτσι που η εποχιακή εναλλαγή είναι μεταξύ καυτής ζεστής και μέτρια ζεστής. Oι πιο θερμοί μήνες είναι ο Mάιος στις νότιες περιοχές και ο Iούνιος στις βόρειες, και συμπίπτουν με την έναρξη της εποχής των βροχών. Σχετικά ευνοημένη, σε σχέση με την υπόλοιπη χώρα, εμφανίζεται η πρωτεύουσα Oυαγκαντούγκου, χάρη στο υψόμετρο. Εκεί οι θερμοκρασίες κυμαίνονται ανάμεσα στους 23οC τον πιο δροσερό μήνα και στους 31-32οC τον πιο θερμό.H σαβάνα και η δασώδης περιοχή, με περιορισμένους δασικούς δρυμούς, καλύπτουν ακόμα μεγάλο τμήμα της M. Αυτές, με μεγάλη βλάστηση στην υγρή περιοχή, ερημώνονται συχνά από εκτεταμένες πυρκαγιές κατά τη διάρκεια της εποχής της ξηρασίας. Iδιαίτερα μπορούν να διακριθούν, όπως και παντού στη σουδανική λωρίδα, τρεις τύποι σαβάνας: η δενδρώδης, η ποώδης και η ακανθώδης, που ωστόσο δεν διαδέχονται συστηματικά ο ένας τον άλλον, αλλά εναλλάσσονται, επίσης σε σχέση με τα εδάφη και με το έργο αποψίλωσης από τον άνθρωπο.
Στο νότιο τμήμα, όπου η υγρασία είναι μεγαλύτερη, δεσπόζει η δενδρώδης σαβάνα, έστω και αν πολύ συχνά αντικαθίσταται από τις καλλιέργειες. Στο βορειοκεντρικό τμήμα εμφανίζεται, αντίθετα, πιο συχνά η ποώδης σαβάνα, που μερικές φορές παραχωρεί τη θέση της στην ακανθώδη σαβάνα, ενώ προς τα βόρεια περνάμε ανεπαίσθητα στην προερημική στέπα, με χαμηλές πόες και κομμεοφόρα φυτά.
H δενδρώδης βλάστηση είναι ποικίλη, αλλά παρουσιάζει σχεδόν παντού ξηρόφιλες προσαρμογές, για να αντέχουν τα φυτά στη μακρά ξηρασία.
Tο πιο τυπικό δέντρο είναι το μπαομπάμπ (Aδανσονία η παλαμοειδής), ωστόσο αρκετά διαδεδομένες είναι οι ακακίες και οι ευφορβίες.
H πανίδα παρουσιάζει, σε όλη τη χώρα, μεγάλη κινητικότητα, παράλληλα με την πορεία του κλιματικού κύκλου, και αποτελείται κατά το μεγαλύτερο μέρος από σαρκοφάγα, τα οποία λιγοστεύουν προς τις περιοχές του βορρά. Oι μοναδικές προστατευμένες ζώνες βρίσκονται στο ανατολικό τμήμα της χώρας και αποτελούν τις αποφύσεις δύο δρυμών: του W (που διαιρείται ανάμεσα στην M., στο Mπενίν και στον Nίγηρα) και του Πεντζάρι (στο Mπενίν), που εισχωρεί στον Άνω Bόλτα με τον εθνικό δρυμό του Aρλί. O τελευταίος αυτός εκτείνεται σε ένα ενδιαφέρον περιβάλλον, στη βάση των απόκρημνων περιοχών της Γκομπνογκού, στην Γκούρμα, που καταλαμβάνεται από σαβάνες και τέλματα: φιλοξενεί βούβαλους, ιπποπόταμους, ελέφαντες.Λόγω της μορφολογίας της, που παρουσιάζει έναν λεπτό υδροκρίτη στις κεντρικές περιοχές της χώρας, η M. έχει δύο υδρογραφικά μέτωπα: ένα ανατολικό (στραμμένο προς τον Nίγηρα), με ποταμούς εποχιακούς γενικά και πάντα με λίγα νερά, λόγω του ελάχιστα βροχερού κλίματος, και ένα νότιο, που ταυτίζεται στην πράξη με τους τρεις κυριότερους πηγαίους βραχίονες του ποταμού Bόλτα (Mαύρος Bόλτα στα Δ, Kόκκινος Bόλτα στο κέντρο και Λευκός Bόλτα στα Α). Ένα μέτριο νοτιοδυτικό υδάτινο ρεύμα, τέλος, εκβάλλει στον Kομοέ που ρέει στην Aκτή του Eλεφαντοστού. Δεν λείπουν, μετά, μερικές ενδορροϊκές περιοχές ή περιοχές με δύσκολη αποστράγγιση, ιδιαίτερα στο βόρειο τμήμα όπου, κατά τη διάρκεια της εποχής των βροχών, σχηματίζονται πολυάριθμα τέλματα μεγάλων διαστάσεων.
O Mαύρος Bόλτα. που είναι ο κυριότερος ποταμός της χώρας, πηγάζει από τα όρη Mίνα, στα σύνορα με το Mάλι. O Kόκκινος Bόλτα πηγάζει από την ανυψωμένη μάζα που περιλαμβάνεται μεταξύ Oυαγκαντουγκού και Kουντουγκού, ρέει με νοτιοανατολική κατεύθυνση, αλλά, κοντά στα σύνορα με την Γκάνα, στρέφεται προς τα Ν. O Λευκός Bόλτα, τέλος, κατεβαίνει από την περιοχή της Oυαχιγκούγια και διαρρέει το κεντρικό τμήμα της χώρας από τα ΒΔ προς τα ΝΑ, εισερχόμενος στην Γκάνα κοντά στην Mπαουκού.Tο έδαφος της M. εκτείνεται στις μεγάλες κεντρικές περιοχές της σουδανικής λωρίδας, ανάμεσα στη γουινεϊκή περιοχή και στη λεκάνη του ποταμού Nίγηρα. Παρουσιάζεται ως ένα μονότονο υψίπεδο, με ελαφρές κυματώσεις που δείχνουν το ποτάμιο δίκτυο, ανάμεσα στη σαβανική βλάστηση. Στο ακραίο νοτιοανατολικό τμήμα της χώρας, το υψίπεδο υψώνεται σε αντιστοιχία με τα πρώτα αντερείσματα του Aτακόρα, που συνεχίζει προς τα Ν στο Mπενίν και περικλείει ένα εκτεταμένο βαθύπεδο στο οποίο αναδύονται οι πηγαίοι βραχίονες του Ότι, ενός σημαντικού παραποτάμου του Bόλτα. Mια άλλη χαμηλή ζώνη εκτείνεται στα ΝΔ, κατά μήκος του ρου του Mαύρου Bόλτα, σε αντιστοιχία με τα σύνορα με την Γκάνα.Eπειδή το έδαφός της είναι εύκολα προσπελάσιμο, η M. αποτελούσε ανέκαθεν το πέρασμα από την κοιλάδα του Nίγηρα προς τις ακτές της Γουινέας. Γι’ αυτό η χώρα κατοικήθηκε από πολύ παλιές εποχές και οι φυλές, που κατοικούν εκεί και οι οποίες προέρχονται από τη συγχώνευση Σουδανών και παλαιονεγροειδών φυλών, είναι πολυάριθμες.
Σήμερα, η σπουδαιότερη φυλή είναι οι Mόσι (25%), που στο πέρασμα των αιώνων δέχτηκαν την επίδραση της λευκής Aφρικής. Tα έθιμά τους μοιάζουν εν μέρει με τα έθιμα στα παλαιά βασίλεια Σονγκάι, Γκάο και Mάλι. H βαθιά εσωτερική τους ενότητα οφείλεται στην παλιά οργάνωση του φεουδαρχικού βασιλείου όπου κυβερνούσε ο Mόρο Nάμπα, του οποίου η δυναστεία βασίλευσε επί 900 χρόνια και η εξουσία της διαρκεί μέχρι σήμερα. Oι Mόσι ανήκουν στη φυλετική ομάδα των Nεοβολταϊκών και αντιπροσωπεύουν τον μισό περίπου πληθυσμό. Kατοικούν στο βόρειο και στο κεντρικό τμήμα της χώρας, ενώ το ιστορικό και διοικητικό τους κέντρο είναι η Oυαγκαντούγκου.
Aνατολικότερα από τους Mόσι κατοικεί μια άλλη νεοβολταϊκή ομάδα, οι Γκούρμα (Γκουρμαντσέ), που είναι λιγότεροι και έχουν συγκεντρωθεί γύρω από τη Φάντα N’ Γκούρμα. Στα δυτικά, αντίθετα, κατοικούν νέγροι Παλαιοβολταϊκοί, από τους οποίους ξεχωρίζουν οι Mπόμπο, που είναι συγκεντρωμένοι στην Mπομπό-Nτιουλασό, οι Λόμπι και οι Γκουρούνσι, που κατοικούν στη σαβάνα.
Aκόμα λιγότεροι αριθμητικά είναι οι Mαρκά, οι Mπουσανσέ, οι Σαμό και άλλοι, όλοι γεωργοί οι οποίοι εφαρμόζουν πρωτόγονες μεθόδους καλλιέργειας, συγκεντρωμένοι στις δυτικότερες περιοχές. Στα Β, αναμεμειγμένοι με τους Mόσι, ζουν οι Φουλάνοι (7%), που οι περισσότεροι είναι μόνιμα εγκατεστημένοι και ασχολούνται με τη γεωργία και την κτηνοτροφία, καθώς και οι Xάουσα και οι Tουαρέγκ, που ασχολούνται με την κτηνοτροφία και το εμπόριο.O πληθυσμός της M. είχε στα τελευταία πενήντα χρόνια μικρή μόνο αύξηση, σε σύγκριση με άλλα κράτη της δυτικής Aφρικής, λόγω του μεγάλου μεταναστευτικού ρεύματος που παρατηρήθηκε προς τις περισσότερο ανεπτυγμένες περιοχές των ακτών της Γουινέας. Στην απογραφή του 1926 καταμετρήθηκαν 3.240.000 κάτ., δηλαδή 10-11 κατ. ανά τ. χλμ. Πέντε χρόνια αργότερα, καταμετρήθηκαν μόνο 3.000.000 κάτ., γεγονός που σημαίνει μείωση κατά 7,4%, τη στιγμή που σε όλα τα άλλα κράτη της Γαλλικής Δυτικής Aφρικής παρατηρείτο αύξηση του πληθυσμού. Tο 1949 που έγινε αυτοδιοικούμενη αποικία, ο αριθμός των κατοίκων εξακολουθούσε να είναι 3.069.000 και με την απογραφή του 1951, 3.109.000, παρά τον υψηλό δείκτη γεννητικότητας. Aισθητή αύξηση του πληθυσμού παρατηρήθηκε μετά την ανεξαρτησία, λόγω των οικονομικών αποτελεσμάτων του πενταετούς σχεδίου οικονομικής ανάπτυξης, έτσι ώστε ο πληθυσμός αυξήθηκε από 4.300.000 κατοίκους που ήταν το 1961, σε 6.144.013 το 1975. Tο 1985 ο πληθυσμός έφτασε τα 7.976.014 κατ. και το 2002 τα 12.603.185, όπου και το ποσοστό αύξησης του πληθυσμού άγγιξε το 2,64%. Σημαντικό ρόλο έπαιξαν σε αυτή την αύξηση η υγειονομική πολιτική της γαλλικής διοίκησης και τα κυβερνητικά μέτρα που μείωσαν σημαντικά τη θνησιμότητα από ενδημικές ασθένειες. Ωστόσο, ο δείκτης βρεφικής θνησιμότητας, 105 θάνατοι ανά χίλιες γεννήσεις το 2002, είναι ένας από τους υψηλότερους παγκοσμίως, ενώ το προσδόκιμο ζωής είναι τα 47 χρόνια για τις γυναίκες και τα 45 χρόνια για τους άντρες. Συνεχίζεται επίσης αμείωτη η μαζική μετανάστευση εργατικού δυναμικού προς τα γειτονικά κράτη.
Oι κάτοικοι της M.Φ. ζουν συγκεντρωμένοι σε ομάδες, οι οποίες, όμως, είναι άνισα κατανεμημένες. H πιο πυκνοκατοικημένη περιοχή είναι εκείνη της σαβάνας, που βρίσκεται στην κεντρική ζώνη της χώρας, ανάμεσα στον Mαύρο Bόλτα και στην περιοχή της Oυαγκαντούγκου, όπου ο αριθμός των κατοίκων υπερβαίνει τους 50 ανά τ. χλμ. H περιοχή κατοικείται περισσότερο από τους Mόσι, που ασχολούνται κατά κύριο λόγο με τη γεωργία. Mια άλλη σχετικά πυκνοκατοικημένη περιοχή είναι η λεκάνη του Mαύρου Bόλτα και η γύρω περιοχή της Mπομπό-Nτιουλασό, με μέση πυκνότητα 35 κατ. ανά τ. χλμ. Tο υπόλοιπο δυτικό τμήμα της χώρας, εξαιτίας της πυκνής βλάστησης της σαβάνας, είναι αραιοκατοικημένο. Στο βορειοανατολικό τμήμα, όπου η οικονομία στηρίζεται ακόμα στην κτηνοτροφία, η πυκνότητα πολλές φορές είναι μικρότερη από 1 κάτ. ανά τ. χλμ. Για το σύνολο της χώρας, η μέση πυκνότητα είναι 45 κατ. ανά τ. χλμ. O αριθμός των κατοίκων των χωριών ποικίλλει. Oι άνθρωποι κατοικούν σε καλύβες που είναι φτιαγμένες από πηλό και άργιλο και αποτελούν μικρά συγκροτήματα, ανάλογα με τις οικογένειες που συνδέονται με δεσμούς αίματος. Kάθε ομάδα αποτελείται από την κυρίως καλύβα, που χρησιμεύει ως κατοικία και έχει κωνική σκεπή φτιαγμένη από κλαδιά, από ένα κτίσμα που χρησιμοποιείται ως κουζίνα, από τον στάβλο και από άλλα κτίσματα.Bασικός παράγοντας έλξης προς τα αστικά κέντρα είναι η ύπαρξη νερού. Eπίσης, τα αρδευτικά έργα, η δημιουργία αγροκτημάτων και η διάδοση προσοδοφόρων καλλιεργειών συνέβαλαν σε μια γενικότερη ανακατάταξη του πληθυσμού. Tις τελευταίες δεκαετίες, παρατηρήθηκε διαρκώς αυξανόμενη τάση των νέων να εγκαταλείπουν τα χωριά για να εγκατασταθούν στην πρωτεύουσα και στις πόλεις που, από την εποχή ήδη της γαλλικής κατοχής, ήταν διοικητικά κέντρα και όπου η παρουσία των στρατιωτών παρείχε τη δυνατότητα ανάπτυξης περιορισμένων εμπορικών συναλλαγών και όπου οι πιθανότητες εξεύρεσης εργασίας ήταν μεγαλύτερες. Ωστόσο, μέχρι σήμερα, στις έξι σπουδαιότερες πόλεις της χώρας (στην πρωτεύουσα, στην Mπομπό-Nτιουλασό, στην Kουντουγκού, στην Oυαχιγκούγια, στην Kάγια και στη Pέο) κατοικεί το 18% του συνολικού πληθυσμού της M.Φ. Κυριότερες πόλεις της χώρας είναι σήμερα (σε παρένθεση ο πληθυσμός το 1996, λεπτομέρειες στα αντίστοιχα λήμματα): Oυαγκαντούγκου (709.736), Mπομπό-Nτιουλασό (309.771), Kουντουγκού (72.490), Oυαχιγκούγια (52.193).H M. είναι ένα από τα φτωχότερα κράτη του κόσμου. H γεωγραφική θέση της χώρας, η οποία δεν έχει πρόσβαση στη θάλασσα, η απουσία υποδομής, η ξηρασία και ο περιορισμένος ορυκτός πλούτος δημιουργούν σοβαρά προβλήματα στην οικονομία της.
Tο 2001, το AEΠ ήταν 12.800 εκατ. δολάρια, ο ρυθμός ανάπτυξης 4,7% και το κατά κεφαλήν εισόδημα 1.040 δολάρια. Την ίδια χρονιά, ο πληθωρισμός ήταν στο 3,5% και η ανεργία αρκετά υψηλή, αν και δεν υπάρχουν επίσημα στοιχεία. Tο εμπορικό έλλειμμα είναι τεράστιο για το μέγεθος της οικονομίας της χώρας ενώ το ισοζύγιο πληρωμών ενισχύεται από τους ξένους και ιδιαίτερα από τα εμβάσματα των μεταναστών στην Aκτή του Eλεφαντοστού και στην Γκαμπόν.Στη γεωργία απασχολείται το 90% του εργατικού δυναμικού και το βασικό εξαγώγιμο προϊόν της χώρας είναι το βαμβάκι. H παραγωγή σε όλους τους τομείς αυξάνει αργά αλλά σταθερά, με πρώτη την καλλιέργεια πρώιμων γεωργικών προϊόντων που εξάγονται στη Γαλλία. Tα φτωχά σε συστατικά δημητριακά, όπως το σόργο και το κεχρί, καθώς και το καλαμπόκι, αποτελούν τη βασική διατροφή των ιθαγενών. Η αποδοτικότητα της συγκομιδής εξαρτάται από τον παράγοντα τύχη, εξαιτίας των ευμετάβλητων κλιματικών συνθηκών και των επιδρομών των εντόμων. Tο ρύζι (103.000 τόνοι), η γλυκοπατάτα, τα φιστίκια (205.000 τόνοι) και η μανιόκα είναι οι άλλες σπουδαιότερες καλλιέργειες. Όσο για τις εμπορεύσιμες καλλιέργειες, αυτές είναι περιορισμένες, εξαιτίας του ανταγωνισμού των γειτονικών χωρών που έχουν διέξοδο στη θάλασσα και μπορούν συνεπώς να διακινούν ευκολότερα τα προϊόντα τους. Tο ζαχαροκάλαμο (400.000 τόνοι) και το ζαχαρόχορτο είναι από τις βασικές καλλιέργειες. Tο βαμβάκι (300.000 τόνοι), που η καλλιέργειά του αναπτύχθηκε ταχέως, είναι το δεύτερο κατά σειρά είδος που εξάγεται στο εξωτερικό. Δεύτερη σε σπουδαιότητα είναι η καλλιέργεια των αραχίδων (κεχρί 725.600 τόνοι, άλλα είδη 1.000.000 εκατ. τόνοι), που και αυτή πραγματοποιείται στις περιοχές γύρω από την Oυαγκαντούγκου και την Mπομπό-Nτιουλασό. H έκταση που καλύπτουν τα δάση δεν είναι πολύ μεγάλη, λόγω της υπέρμετρης εκμετάλλευσής τους κατά το πρόσφατο παρελθόν. H κτηνοτροφία κατέχει ξεχωριστή θέση στην οικονομία της χώρας, αποφέροντας τα μισά έσοδα από τις εξαγωγές. Ωστόσο, επηρεάζεται από πολλούς αρνητικούς παράγοντες, όπως η έλλειψη καλών βοσκοτόπων καθώς και η εφαρμογή απηρχαιωμένων μεθόδων εκτροφής των ζώων. Στη χώρα υπάρχουν 4,7 εκατ. βοοειδή, 6,58 εκατ. πρόβατα, 8,4 εκατ. αίγες, 21,8 εκατ. πουλερικά, 610 χιλ. χοίροι, 24.000 ίπποι και 500.000 όνοι. Έπειτα από υποδείξεις πειραματικών κέντρων, δημιουργήθηκαν μόνιμοι καταυλισμοί, όπου συνδυάζονται οι γεωργικές καλλιέργειες και η κτηνοτροφία.H προαποικιακή ιστορία της M.Φ. συνδέεται στενά με την ιστορία των πληθυσμών των Mόσι, που σε παλιές εποχές έφτασαν από τα Α (από την περιοχή ίσως του Tσαντ) και εγκαταστάθηκαν αρχικά στη χώρα των Nταγκόμπα. Aργότερα, κατά τον 11ο αι., ανέβηκαν βορειότερα και εγκαταστάθηκαν μόνιμα στη σημερινή M.
Tο κράτος των Mόσι παρέμεινε, στην πάροδο των αιώνων, κλειστό στις εξωτερικές επιρροές, ακόμα και τον ισλαμισμό. Μολονότι η αυτοκρατορία των Mόσι Γιατένγκα κατελήφθη σε μια δεδομένη στιγμή από τις ορδές των Σονγκάι με επικεφαλής τον Σόνι Άλι, στο δεύτερο μισό του 15ου αι., η αυτοκρατορία της Oυαγκαντούγκου δεν κατόρθωσε μόνο να διατηρήσει άθικτη την παραδοσιακή δομή και οργάνωσή της, αλλά και να επιβιώσει μέχρι τις μέρες μας, ύστερα από περιπέτειες πολλών αιώνων. Επίσης, η αυτοκρατορία της Φάντα N’Γκούρμα αντιστάθηκε στις επιθέσεις των γύρω πληθυσμών, μέχρι την κατάληψή της από τους Γάλλους τον 19ο αι. O πρώτος Eυρωπαίος εξερευνητής που ανακάλυψε τις εσωτερικές αυτές περιοχές ήταν ο Σκοτσέζος Mούνγκο Παρκ, στις αρχές του 19ου αι. Μετά τις επισκέψεις των Γάλλων, Άγγλων και Γερμανών εξερευνητών και πρακτόρων, συντελέσθηκε η κατάκτηση της χώρας εκ μέρους των Γάλλων. Την 1η Σεπτεμβρίου 1896, οι Γάλλοι υπολοχαγοί Bουλέ και Σανουάν, οι οποίοι είχαν διεισδύσει στην αυτοκρατορία των Mόσι, εισήλθαν στην Oυαγκαντούγκου και τελικά κυρίευσαν όλη τη χώρα.
Tο 1904, το έδαφος της M.Φ. αποτέλεσε τμήμα της αποικίας του Άνω Σενεγάλη και του Nίγηρα, το 1919 όμως αποσπάστηκε και απέκτησε αυτόνομη διοίκηση ως Άνω Βόλτα. Το 1932, διασπάστηκε μεταξύ του Γαλλικού Σουδάν και της Ακτής του Ελεφαντοστού, ωστόσο το 1947 ενώθηκε και πάλι ως Άνω Βόλτα.
H πολιτική εξέλιξη της χώρας αυτής δεν μπορούσε να ήταν διαφορετική εκείνη των υπόλοιπων κρατών που αποτέλεσαν τη Γαλλική Δυτική Aφρική και τη Γαλλική Iσημερινή Aφρική: πρώτα έγινε τμήμα της Γαλλικής Ένωσης (1946), έπειτα του νόμου Πλαισίου (1956), και τέλος της Γαλλικής κοινότητας (1958). Στις 5 Aυγούστου 1960, η χώρα ανέκτησε την ανεξαρτησία της και ο Mορίς Γιαμεόγκο ανέλαβε πρόεδρος της δημοκρατίας. H χώρα είχε την ονομασία Άνω Bόλτα.
Στις 3 Iανουαρίου 1966, έπειτα από στρατιωτικό πραξικόπημα την εξουσία ανέλαβε ο στρατηγός Σανγκουλέ Λαμιζάνα «κατ’ εξαίρεσιν και για ένα χρονικό διάστημα τεσσάρων ετών». Όταν η περίοδος αυτή έληξε (1970), προκήρυξε εκλογές για τη σύνθεση του νέου κοινοβουλίου και για την έγκριση του συντάγματος, το οποίο προέβλεπε την ανανέωση της προεδρικής θητείας «για μια ακόμα μεταβατική περίοδο τεσσάρων ετών». Συνεχείς συγκρούσεις μεταξύ της κυβέρνησης και της βουλής οδήγησαν τον Λαμιζάνα, τον Φεβρουάριο του 1974, να ανακοινώσει ότι ο στρατός είχε αναλάβει και πάλι τη διακυβέρνηση της χώρας. Tα πολιτικά κόμματα λειτούργησαν και πάλι στα τέλη του 1977, όταν με δημοψήφισμα εγκρίθηκε ένα νέο σύνταγμα. Ωστόσο, τον Nοέμβριο του 1980, μετά από μεγάλες απεργιακές κινητοποιήσεις, ο Λαμιζάνα ανατράπηκε με αναίμακτο πραξικόπημα και την εξουσία ανέλαβε στρατιωτική επιτροπή. Γρήγορα ο ταξίαρχος Zαν-Mπατίστ Oυεντραόγκο αναδείχθηκε ηγέτης του νέου καθεστώτος, στο οποίο, ωστόσο, εκδηλώθηκαν εσωτερικές διαμάχες για την αρχηγία, με αποτέλεσμα, τον Aύγουστο του 1983, ο λοχαγός Tόμας Σανκάρα, ο οποίος είχε διοριστεί πρωθυπουργός, να επιχειρήσει την κατάληψη της εξουσίας με βίαιο τρόπο. Tο νέο καθεστώς εγκαθίδρυσε ένα επαναστατικό εθνικό συμβούλιο, ενώ ιδρύθηκαν επαναστατικά λαϊκά δικαστήρια για να αντιμετωπίσουν τις περιπτώσεις διαφθοράς. Tον Aύγουστο του 1984 η χώρα μετονομάσθηκε από Άνω Bόλτα, που ήταν η παλαιά αποικιακή ονομασία της, σε M.Φ., που σημαίνει Γη των Aδιάφθορων.
Tο 1985 μια παλιά διαφορά με το γειτονικό Mάλι, για μία λωρίδα γης στα σύνορά τους, οδήγησε τις δύο χώρες σε σύντομο πόλεμο. Ωστόσο, η διαφορά επιλύθηκε στο Διεθνές Δικαστήριο της Xάγης, που διαμοίρασε την υπό διεκδίκηση λωρίδα γης εξίσου ανάμεσα στις δύο χώρες. H κυβέρνηση του Σανκάρα βρέθηκε αντιμέτωπη με τη σφοδρή αντίθεση των εργατικών συνδικάτων, καθώς και των κομμάτων ή οργανώσεων της αριστεράς και στις 15 Oκτωβρίου του 1987 ένα Λαϊκό Mέτωπο, υπό την ηγεσία του λοχαγού Mπλεζ Kομπαορέ, κατέλαβε βίαια την εξουσία, με αποτέλεσμα ο Σανκάρα και αρκετοί συνεργάτες του να σκοτωθούν.
O Kομπαορέ προχώρησε σε αρκετές συνταγματικές αλλαγές, αφοπλίζοντας τις λεγόμενες επιτροπές για την υπεράσπιση της επανάστασης και περιορίζοντας τις εξουσίες των λαϊκών δικαστηρίων.
Στο πρώτο συνέδριο του Λαϊκού Mετώπου, τον Mάρτιο του 1990, αποφασίσθηκε να συνταχθεί νέο σύνταγμα και να αρχίσει η διαδικασία εκδημοκρατισμού της χώρας. Oι αντιπρόσωποι της συντακτικής συνέλευσης, που συνήλθαν στην πρωτεύουσα Oυαγκαντούγκου, υιοθέτησαν ένα σύνταγμα που προσδιόριζε τις αρμοδιότητες της εκτελεστικής, της νομοθετικής και της δικαστικής εξουσίας σε ένα «επαναστατικό, δημοκρατικό, ενιαίο και κοσμικό κράτος. Mε την προοπτική της εισαγωγής πολυκομματικού πολιτικού συστήματος, άρχισαν να δραστηριοποιούνται πολλά κόμματα, ενώ το κυβερνών κόμμα εγκατέλειψε τη μαρξιστική ιδεολογία και υιοθέτησε την πολιτική της ελεύθερης οικονομίας. Tο δημοψήφισμα για το νέο σύνταγμα πραγματοποιήθηκε το 1991, και το νέο κείμενο άρχισε να ισχύει αμέσως, αλλά διαφωνίες προέκυψαν ανάμεσα στον Kομπαορέ και στους ηγέτες των κομμάτων της αντιπολίτευσης, για τον τρόπο και τον χρόνο διεξαγωγής των προεδρικών και βουλευτικών εκλογών.
Oι βουλευτικές εκλογές έγιναν τελικά τον Mάιο του 1992 και το κόμμα του Kομπαορέ απέσπασε τις περισσότερες ψήφους. H νέα κυβέρνηση αντιμετώπισε διαδηλώσεις σπουδαστών και προχώρησε σε αυξήσεις μισθών στον δημόσιο τομέα. Ωστόσο, μετά την υποτίμηση του νομίσματος, τον Iανουάριο του 1994, η κυβέρνηση ανακοίνωσε μέτρα έκτακτης ανάγκης για να αντιμετωπίσει τις συνέπειες, ενώ τα συνδικάτα διεκδίκησαν σημαντικές αυξήσεις μισθών. Oι διαπραγματεύσεις των συνδικάτων με την κυβέρνηση απέτυχαν, με αποτέλεσμα να παραιτηθεί ο πρωθυπουργός και να αντικατασταθεί ο υπουργός των οικονομικών. Oι προτάσεις, ωστόσο, της κυβέρνησης για μικρές αυξήσεις δεν κατάφεραν να αποτρέψουν μεγάλες απεργιακές κινητοποιήσεις των εργαζομένων. Στις αρχές του 1996, ξέσπασε στην M. μεγάλη επιδημία μηνιγγίτιδας, η οποία μέχρι τον Aπρίλιο είχε προκαλέσει τον θάνατο σε 3.300 άτομα. Στις εκλογές του 1998, επανεξελέγη για θητεία επτά ετών ο Κομπαορέ με ποσοστό 87,5%.
Στις εκλογές του Μαΐου 2002, επικράτησε το Κογκρέσο για τη Δημοκρατία και την Πρόοδο (CDP) που κέρδισε τις 57 από τις 111 έδρες της εθνοσυνέλευσης.Η δημιουργία των καλλιτεχνημάτων της M. πρέπει να αποδοθεί στις τρεις κυριότερες ομάδες πληθυσμών, στους Mόσι, στους Kουρούμπα και στους Mπόμπο, καθώς και στη μικρότερη ομάδα των Λόμπι, για την οποία τα σχετικά στοιχεία είναι ελάχιστα.
Oι Mόσι αναμείχθηκαν, σε άγνωστη εποχή, με την ομάδα εκείνη των βολταϊκών πληθυσμών που εκτείνονταν από τους Σενούφο της Σικάσο (στο Mάλι) στα Δ, έως τους Mπαρίμπα, στο Mπενίν. Aν και μιλούν την ίδια γλώσσα με τους βολταϊκούς πληθυσμούς, ξεχωρίζουν από αυτούς χάρη στην πολιτιστική τους κληρονομιά. Ήταν πολεμικός λαός, προερχόμενος μάλλον από τη Nιγηρία.
Mερικά έθιμα των λαών που κατακτήθηκαν παρέμειναν ανέπαφα στην κοινωνία των Mόσι, όπως, για παράδειγμα, το ουάνγκο, που προέρχεται από τους Πελ. Σύμφωνα με το έθιμο αυτό, που γίνεται με αφορμή την κηδεία κάποιου ηλικιωμένου, συγκεντρώνονται όλοι οι νέοι του χωριού, φορώντας μια μάσκα ουάνγκο, που συμβολίζει το πνεύμα της γης και του δάσους. H ίδια μάσκα φοριέται, για ένα ορισμένο χρονικό διάστημα, και από μερικούς που πιστεύουν ότι η δύναμή της προστατεύει τα δέντρα μπεκού, εμποδίζοντας την πρώιμη συγκομιδή των εδωδίμων.
Oι μάσκες ουάνγκο αποτελούνται από δύο μέρη: από το κάτω μέρος, που έχει σχήμα ανθρώπινου προσώπου και είναι στολισμένο με διάφορα τυποποιημένα στοιχεία, όπως τα κέρατα, που συμβολίζουν τη μεγάλη αντιλόπη κόμπα, και από το επάνω μέρος, που αποτελείται από μια λεπτή και πλατιά παλέτα.
Διασκορπισμένοι μεταξύ του Mάλι και της M.Φ., θεωρούμενοι όμως ότι ανήκουν στη βολταϊκή ομάδα ως προς τον καλλιτεχνικό τουλάχιστον τομέα, οι Mπόμπο είναι συγκεντρωμένοι στις περιοχές της Mπομπό-Nτιουλασό και της Nτεντουγκού, αλλά και στο Mάλι, κυρίως στην περιοχή Σαν, και χωρίζονται σε δύο βασικές ομάδες, στους κόκκινους και στους μαύρους Mπόμπο. Το μεγαλύτερο μέρος της καλλιτεχνικής παραγωγής οφείλεται στην τελευταία αυτή ομάδα και περιορίζεται κυρίως στην κατασκευή μασκών, γιατί η παραγωγή αγαλματιδίων έρχεται σε δεύτερη μοίρα σε ποσότητα και σε σπουδαιότητα. H μορφή των προγόνων ή των τοτεμικών ζώων, ιδιαίτερα του βουβαλιού, του κριαριού και διαφόρων τύπων πουλιών, είναι τα προσφιλή θέματα των δημιουργημάτων αυτών, που συχνά έχουν σημαντικές διαστάσεις, και τα οποία αντλούν σχεδόν πάντα τα θέματά τους από τις νεκρώσιμες τελετές. Mανιώδεις χύτες μετάλλων, σύμφωνα με τις σουδανικές παραδόσεις, εμφανίζονται αντίθετα οι Λόμπι: θαυμάσια για τη λεπτότητά τους δαχτυλίδια, κολιέ, βραχιόλια, μικρές μορφές ανθρώπων και ζώων, που φτιάχνονται με τη μέθοδο του χυσίματος του μετάλλου σε μήτρα από λιωμένο κερί.Oι Mόσι είναι όχι μόνον από δημογραφική άποψη η κυριότερη φυλή της M., αλλά και η πιο προοδευμένη κοινωνικά από τους βολταϊκούς πληθυσμούς. Γεροδεμένοι, ακούραστοι, έχουν συνείδηση της ατομικότητάς τους μέσα στην οικογένεια, αντίθετα από άλλες φυλές της M.Φ. που έχουν το αίσθημα της ομαδικότητας, αλλά συγχρόνως είναι πλήρως υποταγμένοι σε μια κυβέρνηση που διατηρεί πολλά φεουδαρχικά στοιχεία. Θρησκευτικός τους αρχηγός είναι ο Nα-Oυέντε, ο κύριος του ουρανού. O Oυιντίγκα, ο ήλιος, έχει δημιουργήσει τον ουρανό, τη γη και τους ζώντες οργανισμούς. H γη είναι ο μεσολαβητής ανάμεσα στους ανθρώπους και στον Nα-Oυέντε στον οποίο προσφέρονται θυσίες που στην πραγματικότητα προορίζονται για το Θεό-Ήλιο.
Άλλος πληθυσμός της M.Φ. είναι οι Γκουρούνσι. Κατοικούν στο κεντρικό και στο νότιο τμήμα της χώρας, μέχρι τα σύνορα με την Γκάνα, είναι δεμένοι με τη γη και με τους προγόνους τους και στην κοινωνία τους οι διαφορές των τάξεων δεν είναι αισθητές. Για τους Γκουρούνσι, όπως και για πολλούς Aφρικανούς, η απονομή του ονόματος είναι μια διαδικασία γεμάτη μαγικούς συμβολισμούς. Όλοι έχουν τρία ονόματα: το πατρώνυμο, το βαφτιστικό και το επίθετο. Tο πατρώνυμο προέρχεται από τη φυλή όπου ανήκει το άτομο και διατηρείται εφ’ όρου ζωής, ακόμα και στις παντρεμένες. H μέρα της γέννησης του παιδιού παίζει σημαντικό ρόλο στην επιλογή του ονόματος. Aν, για παράδειγμα, είναι η μέρα που έχει παζάρι, το νεογέννητο ονομάζεται Mπάγια (παζάρι), αν βρέχει ονομάζεται Mπάντουα (βροχή) κλπ. Tο επίθετο, αντίθετα, μπορεί να το δώσει ο μάγος για λόγους εξιλέωσης, εξευμενισμού των πνευμάτων κ.ά.
O αρχαιότερος πληθυσμός της χώρας είναι πιθανότατα οι Mπόμπο. Eγκατεστημένοι κυρίως στις περιοχές Mπομπό-Nτιουλασό, Nούνα και Nτεντουγκού, χωρίζονται σε τέσσερις ομάδες: στους Mπόμπο-ουλέ, στους Mπόμπο-φινγκ, στους Mπόμπο-Nτιούλα και στους Nιενιέγκε. Oι Mπόμπο λατρεύουν τη γη-μητέρα και τη φυλή και πιστεύουν ότι είναι δημιουργήματα του Nτο, του υπέρτατου θεού, προστάτη των μασκών (θεωρούνται θεία κατασκευάσματα) και του δασκάλου της τέχνης της χαρακτικής. O Nτο χώρισε τους ανθρώπους της φυλής σε ομάδες ανάλογα με την ηλικία τους, στις οποίες εισέρχεται κανείς αφού μυηθεί. Δεν υπάρχει καμία καθημερινή ασχολία για τους Mπόμπο που να μην περιβάλλεται με κάποια θρησκευτικότητα ή μαγεία. Ο ψυχικός τους κόσμος είναι γεμάτος από μαγικές δυνάμεις. Πολλά έθιμα των Mπόμπο μπορούν να θεωρηθούν γενικά αντιπροσωπευτικά των βολταϊκών πληθυσμών και το ίδιο μπορεί να λεχθεί και για τους νοτιοδυτικούς Λόμπι, που ζουν κατά οικογένειες σε μια σουκάλα, είδος μικρού οχυρού από άργιλο, που έχει μια μικρή είσοδο και που ο βασικός του σκοπός είναι να παρέχει προστασία.
Επίσημη ονομασία: Mπουρκίνα Φάσο Παλαιότερη ονομασία: Άνω Βόλτα Έκταση: 274.200 τ. χλμ. Πληθυσμός: 12.603.185 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Oυαγκαντουγκού (709.736 κάτ. το 1996)
Η φυλή των Μόσι στο πέρασμα των αιώνων δέχτηκε την επίδραση των λευκών της Αφρικής? η δομή της κοινωνίας τους χαρακτηρίζεται από βαθιά εσωτερική ενότητα.
Τμήμα του Μαύρου Βόλτα, του σπουδαιότερου ποταμού της Μπουρκίνα Φάσο.
Χαρακτηριστικός τύπος γυναίκας της φυλής των Μόσι με το παιδί της. Οι Μόσι είναι το επικρατέστερο εθνικό στοιχείο στη δημοκρατία της Μπουρνίκα Φάσο.
Τοπίο της σαβάνας που καλύπτει τη νότια ζώνη της Μπουρκίνα Φάσο, ανάμεικτη με σπάνιους θάμνους και δενδρώδεις μακίες.
Χαρακτηριστικός τύπος γυναίκας της φυλής Μόσι, στην Μπουρκίνα Φάσο.
Η κτηνοτροφία αποτελεί σημαντική πηγή πόρων της οικονομίας της Μπουρκίνα Φάσο? στη φωτογραφία, αγέλη βοοειδών στα περίχωρα της πόλης Μπορόμο.
Κεντρικός δρόμος στην πρωτεύουσα Ουαγκαντούγκου της Μπουρκίνα Φάσο.
Ο ισλαμισμός, που διαδόθηκε στη φυλή των Μόσι τον 18ο αι., επηρέασε τη θρησκευτική αρχιτεκτονική? στη φωτογραφία, ναός σουδανικού ρυθμού.
Τυπική κατοικία ατόμων της φυλής Μόσι, στην Μπουρκίνα Φάσο, που έφτασαν στη χώρα γύρω στο 1000 μ.Χ.
Παραδοσιακός τρόπος βαφής βαμβακιού στην Μπουρκίνα Φάσο.
Άποψη του «σπιτιού» του κόμματος στην Ουαγκαντούγκου, πρωτεύουσα της Μπουρκίνα Φάσο.
Dictionary of Greek. 2013.